ελεφάντινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελεφάντινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική < ἐλέφας, ἐλεφαντ- (ελέφαντας) + -ινος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.leˈfan.di.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λε‐φά‐ντι‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαελεφάντινος, -η, -ο
- που έχει σχέση με τον ελάφαντα, ανήκει σ’ αυτόν ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- ※ Ο καθηγητής εξελικτικής γενετικής Λόβε Ντάλεν, του σουηδικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στη Στοκχόλμη, δήλωσε ότι η νέα μελέτη θα επιφέρει αλλαγές στο... ελεφάντινο οικογενειακό δέντρο, ενώ ο εξελικτικός γενετιστής Τομ Γκίλμπερτ, του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Δανίας στην Κοπεγχάγη, ανέφερε πως «κανείς έως τώρα δεν είχε τολμήσει να διαβάσει το DNA των ελεφάντων με ίσιους χαυλιόδοντες». (* εφημερίδα Το Βήμα)
- άλλες μορφές: ελεφάντειος, ελεφαντένιος
- που έχει κατασκευαστεί από ελεφαντοστό
- ※ Τους παλαιότερους 9 τάφους αυτού του νεκροταφείου έφερε στο φως το 1902-3 ο W. Vollgraff. Ήταν μνημειώδεις και πλούσια κτερισμένοι με χρυσά, ελεφάντινα, γυάλινα και χαλκά αντικείμενα εξαιρετικής τέχνης. (* enet.gr)
- ≈ συνώνυμα: φιλντισένιος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ελέφαντας
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελεφάντινος