Δείτε επίσης: ελεφάντινος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐλεφάντινος ἐλεφαντίνη τὸ ἐλεφάντινον
      γενική τοῦ ἐλεφαντίνου τῆς ἐλεφαντίνης τοῦ ἐλεφαντίνου
      δοτική τῷ ἐλεφαντίν τῇ ἐλεφαντίν τῷ ἐλεφαντίν
    αιτιατική τὸν ἐλεφάντινον τὴν ἐλεφαντίνην τὸ ἐλεφάντινον
     κλητική ! ἐλεφάντινε ἐλεφαντίνη ἐλεφάντινον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐλεφάντινοι αἱ ἐλεφάντιναι τὰ ἐλεφάντιν
      γενική τῶν ἐλεφαντίνων τῶν ἐλεφαντίνων τῶν ἐλεφαντίνων
      δοτική τοῖς ἐλεφαντίνοις ταῖς ἐλεφαντίναις τοῖς ἐλεφαντίνοις
    αιτιατική τοὺς ἐλεφαντίνους τὰς ἐλεφαντίνᾱς τὰ ἐλεφάντιν
     κλητική ! ἐλεφάντινοι ἐλεφάντιναι ἐλεφάντιν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐλεφαντίνω τὼ ἐλεφαντίν τὼ ἐλεφαντίνω
      γεν-δοτ τοῖν ἐλεφαντίνοιν τοῖν ἐλεφαντίναιν τοῖν ἐλεφαντίνοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐλεφάντινος < (ἐλέφας) ἐλεφαντ- + -ινος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐλεφάντινος, -η, -ον

  1. ελεφάντινος, που έχει φτιαχτεί από ελεφαντοστό
  2. που έχει το (λευκό) χρώμα του ελεφαντοστού