ἐλέφας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἐλεφᾰντ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἐλέφᾱς | οἱ | ἐλέφᾰντες | |
γενική | τοῦ | ἐλέφᾰντος | τῶν | ἐλεφᾰ́ντων | |
δοτική | τῷ | ἐλέφᾰντῐ | τοῖς | ἐλέφᾰσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἐλέφᾰντᾰ | τοὺς | ἐλέφᾰντᾰς | |
κλητική ὦ! | ἐλέφᾰν | ἐλέφᾰντες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλέφᾰντε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐλεφᾰ́ντοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' όπως «ἐλέφας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐλέφας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐλέφας αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐλέφας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐλέφας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.