χρυσελεφάντινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χρυσελεφάντινος < χρυσο- + ελεφάντινος
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
χρυσελεφάντινος, -η, -ο
- κατασκευασμένος από χρυσό και ελεφαντόδοντο
- ο Φειδίας κατασκεύασε τα χρυσελεφάντινα αγάλματα της ΑΘηνάς στον Παρθενώνα και του Δία στην Ολυμπία.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρυσελεφάντινος