Δείτε επίσης: ἐλεφάντειος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελεφάντειος η ελεφάντεια το ελεφάντειο
      γενική του ελεφάντειου της ελεφάντειας του ελεφάντειου
    αιτιατική τον ελεφάντειο την ελεφάντεια το ελεφάντειο
     κλητική ελεφάντειε ελεφάντεια ελεφάντειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελεφάντειοι οι ελεφάντειες τα ελεφάντεια
      γενική των ελεφάντειων των ελεφάντειων των ελεφάντειων
    αιτιατική τους ελεφάντειους τις ελεφάντειες τα ελεφάντεια
     κλητική ελεφάντειοι ελεφάντειες ελεφάντεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελεφάντειος < (ελληνιστική κοινήἐλεφάντειος < αρχαία ελληνική ἐλέφας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.leˈfan.di.os/

  Επίθετο επεξεργασία

ελεφάντειος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία