ελεφάντινων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαελεφάντινων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ελεφάντινος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ελεφάντινος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ελεφάντινος
ελεφάντινων