ειρημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ειρημένος < αρχαία ελληνική εἰρημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εἴρω < πρωτοελληνική *wéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wéryeti < *werh₁- (λέγω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ɾiˈme.nos/
Μετοχή επεξεργασία
ειρημένος, -η, -ο