Δείτε επίσης: ειρημένος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική εἰρημένος εἰρημένη τὸ εἰρημένον
      γενική τοῦ εἰρημένου τῆς εἰρημένης τοῦ εἰρημένου
      δοτική τῷ εἰρημέν τῇ εἰρημέν τῷ εἰρημέν
    αιτιατική τὸν εἰρημένον τὴν εἰρημένην τὸ εἰρημένον
     κλητική ! εἰρημένε εἰρημένη εἰρημένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ εἰρημένοι αἱ εἰρημέναι τὰ εἰρημέν
      γενική τῶν εἰρημένων τῶν εἰρημένων τῶν εἰρημένων
      δοτική τοῖς εἰρημένοις ταῖς εἰρημέναις τοῖς εἰρημένοις
    αιτιατική τοὺς εἰρημένους τὰς εἰρημένᾱς τὰ εἰρημέν
     κλητική ! εἰρημένοι εἰρημέναι εἰρημέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εἰρημένω τὼ εἰρημέν τὼ εἰρημένω
      γεν-δοτ τοῖν εἰρημένοιν τοῖν εἰρημέναιν τοῖν εἰρημένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

εἰρημένος, -η, -ον

  1. μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (εἴρημαι) του ρήματος εἴρω < πρωτοελληνική *wéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wéryeti < *werh₁- (λέγω)
    ειρημένος, ειπωμένος
  2. μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (εἶρμαι) του ρήματος εἴρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ser- (ενώνω, τοποθετώ μαζί)
    ενωμένος, συνδεμένος