εἰρημένος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εἰρημένος, -η, -ον
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εἴρω < πρωτοελληνική *wéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wéryeti < *werh₁- (λέγω)
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εἴρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ser- (ενώνω, τοποθετώ μαζί)