συνδεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
συνδεμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συνδέω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνδεμένος
|
συνδεμένος, -η, -ο
|