προειρημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προειρημένος < αρχαία ελληνική προειρημένος < προ- + εἰρημένος
Μετοχή
επεξεργασίαπροειρημένος, -η, -ο
- (λόγιο) που έχει ειπωθεί προηγουμένως, για τον οποίο έχουν μιλήσει ήδη
- (σαν ουσιαστικό) τα προειρημένα: αυτά που έχουν ήδη παρουσιαστεί, τα θέματα για τα οποία έχουμε ήδη μιλήσει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προειρημένος
|