δυσάλωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσάλωτος < αρχαία ελληνική δυσάλωτος
Επίθετο
επεξεργασίαδυσάλωτος, -η, -ο
- (λόγιο) που δύσκολα κυριεύεται
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσάλωτος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ δυσάλωτος | τὸ δυσάλωτον | οἱ, αἱ δυσάλωτοι | τὰ δυσάλωτα |
Γενική | τοῦ, τῆς δυσαλώτου | τοῦ δυσαλώτου | τῶν δυσαλώτων | τῶν δυσαλώτων |
Δοτική | τῷ, τῇ δυσαλώτῳ | τῷ δυσαλώτῳ | τοῖς, ταῖς δυσαλώτοις | τοῖς δυσαλώτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν δυσάλωτον | τὸ δυσάλωτον | τοὺς, τὰς δυσαλώτους | τὰ δυσάλωτα |
Κλητική | δυσάλωτε | δυσάλωτον | δυσάλωτοι | δυσάλωτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δυσαλώτω | |||
Γενική-Δοτική | δυσαλώτοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδυσάλωτος, -ος, -ον
- δυσάλωτος
- δυσπρόσβλητος
- αήττητος
- δύσκολα θεραπεύσιμος
- (μεταφορικά) δυσνόητος
- διὸ δὴ τὴν τοῦ γεγονότος ὁρατοῦ καὶ πάντως αἰσθητοῦ μητέρα καὶ ὑποδοχὴν μήτε γῆν μήτε ἀέρα μήτε πῦρ μήτε ὕδωρ λέγωμεν, μήτε ὅσα ἐκ τούτων μήτε ἐξ ὧν ταῦτα γέγονεν: ἀλλ' ἀνόρατον εἶδός τι καὶ ἄμορφον, πανδεχές, μεταλαμβάνον δὲ ἀπορώτατά πῃ τοῦ νοητοῦ καὶ δυσαλωτότατον αὐτὸ λέγοντες οὐ ψευσόμεθα. (Πλάτων, Τίμαιος, 51a-51b)
Βαθμοί επιθέτου και επιρρήματος
επεξεργασίαδυσαλωτότερος |
δυσαλωτότατος
| |
δυσαλώτως |
δυσαλωτότερον |
δυσαλωτότατα
|