απόρθητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόρθητος < αρχαία ελληνική ἀπόρθητος < πορθέω / πορθῶ < πέρθω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bheredh-: κόβω)
Επίθετο επεξεργασία
απόρθητος, -η, -ο
- που δεν κυριεύεται ή δεν είναι δυνατόν να κυριευτεί
- (μεταφορικά) που δεν υποχωρεί, που αντιστέκεται, που δεν υποκύπτει
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόρθητος
Πηγές επεξεργασία
- απόρθητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απόρθητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)