Δείτε επίσης: ἀπόρθητος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόρθητος η απόρθητη το απόρθητο
      γενική του απόρθητου της απόρθητης του απόρθητου
    αιτιατική τον απόρθητο την απόρθητη το απόρθητο
     κλητική απόρθητε απόρθητη απόρθητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόρθητοι οι απόρθητες τα απόρθητα
      γενική των απόρθητων των απόρθητων των απόρθητων
    αιτιατική τους απόρθητους τις απόρθητες τα απόρθητα
     κλητική απόρθητοι απόρθητες απόρθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόρθητος < αρχαία ελληνική ἀπόρθητος < πορθέω / πορθῶ < πέρθω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bheredh-: κόβω)

  Επίθετο επεξεργασία

απόρθητος, -η, -ο

  1. που δεν κυριεύεται ή δεν είναι δυνατόν να κυριευτεί
  2. (μεταφορικά) που δεν υποχωρεί, που αντιστέκεται, που δεν υποκύπτει

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία