διασκευαστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασκευαστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασκευαστής (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική arrangeur) [1] < διασκευάζω < αρχαία ελληνική διασκευάζομαι < δια- + σκευή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.sce.vaˈstis/ & /ðʝa.sce.vaˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σκευ‐α‐στής
Ουσιαστικό επεξεργασία
διασκευαστής αρσενικό (θηλυκό διασκευάστρια)
- αυτός που διασκευάζει
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διασκευαστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διασκευαστής | οἱ | διασκευασταί |
γενική | τοῦ | διασκευαστοῦ | τῶν | διασκευαστῶν |
δοτική | τῷ | διασκευαστῇ | τοῖς | διασκευασταῖς |
αιτιατική | τὸν | διασκευαστήν | τοὺς | διασκευαστᾱ́ς |
κλητική ὦ! | διασκευαστᾰ́ | διασκευασταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διασκευαστᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διασκευασταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
διασκευαστής αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- διασκευαστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.