διασκευάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιασκευάζομαι, π.αόρ.: διασκευάστηκα, μτχ.π.π.: διασκευασμένος, (ενεργ.: διασκευάζω)
- παθητική φωνή του ρήματος διασκευάζω → δείτε και την κλίση
διασκευάζομαι, π.αόρ.: διασκευάστηκα, μτχ.π.π.: διασκευασμένος, (ενεργ.: διασκευάζω)