Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

editor (en)



Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
editor editores

editor (pt) αρσενικό