editor
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
editor (en)
- εκδότης
- συντάκτης (εφημερίδας)
- διορθωτής
- (πληροφορική) πρόγραμμα για την επεξεργασία αρχείων απλού κειμένου
- (κινηματογράφος) ο μοντέρ, αυτός που κάνει το μοντάζ
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
editor | editores |
editor (pt) αρσενικό
- (πληροφορική) πρόγραμμα για την επεξεργασία απλού κειμένου