Ετυμολογία

επεξεργασία
μοντέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική monteur < montage

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοντέρ αρσενικό άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία