↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαδεχθείς η διαδεχθείσα το διαδεχθέν
      γενική του διαδεχθέντος
διαδεχθέντα1
της διαδεχθείσας
διαδεχθείσης*
του διαδεχθέντος
    αιτιατική τον διαδεχθέντα τη διαδεχθείσα το διαδεχθέν
     κλητική διαδεχθείς διαδεχθείσα διαδεχθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαδεχθέντες οι διαδεχθείσες τα διαδεχθέντα
      γενική των διαδεχθέντων των διαδεχθεισών των διαδεχθέντων
    αιτιατική τους διαδεχθέντες τις διαδεχθείσες τα διαδεχθέντα
     κλητική διαδεχθέντες διαδεχθείσες διαδεχθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαδεχθείς < αρχαία ελληνική διαδεχθείς, μετοχή παθητικού αορίστου (διεδέχθην) του μεσοπαθητικού ρήματος διαδέχομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.ðeˈxθis/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐δε‐χθείς

διαδεχθείς, -είσα -έν μετοχή παθητικού αορίστου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διαδεχθείς διαδεχθεῖσ τὸ διαδεχθέν
      γενική τοῦ διαδεχθέντος τῆς διαδεχθείσης τοῦ διαδεχθέντος
      δοτική τῷ διαδεχθέντ τῇ διαδεχθείσ τῷ διαδεχθέντ
    αιτιατική τὸν διαδεχθέντ τὴν διαδεχθεῖσᾰν τὸ διαδεχθέν
     κλητική ! διαδεχθείς διαδεχθεῖσ διαδεχθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διαδεχθέντες αἱ διαδεχθεῖσαι τὰ διαδεχθέντ
      γενική τῶν διαδεχθέντων τῶν διαδεχθεισῶν τῶν διαδεχθέντων
      δοτική τοῖς διαδεχθεῖσῐ(ν) ταῖς διαδεχθείσαις τοῖς διαδεχθεῖσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς διαδεχθέντᾰς τὰς διαδεχθείσᾱς τὰ διαδεχθέντ
     κλητική ! διαδεχθέντες διαδεχθεῖσαι διαδεχθέντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαδεχθέντε τὼ διαδεχθείσ τὼ διαδεχθέντε
      γεν-δοτ τοῖν διαδεχθέντοιν τοῖν διαδεχθείσαιν τοῖν διαδεχθέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθείς' όπως «λυθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διαδεχθείς, -εῖσα, -έν

Δείτε επίσης

επεξεργασία