διάχυτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διάχυτος < μεσαιωνική ελληνική διάχυτος < αρχαία ελληνική διαχέω < διά + χέω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
διάχυτος, -η, -ο
- που διαχέεται, που διασκορπίζεται
- διάχυτη μυρωδιά
- (μεταφορικά) που βρίσκεται σ’ όλους γενικά, που είναι φανερός
- διάχυτη χαρά
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- διάχυτο νεφέλωμα: (αστρονομία) το νεφέλωμα που έχει ακανόνιστο σχήμα και που αποτελείται από διάχυτα αέρια,
- διάχυτο φως: το φως που δεχόμαστε όχι από την ίδια τη φωτεινή πηγή, αλλά μετά από αντανάκλαση