διάχυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διάχυτος | η | διάχυτη | το | διάχυτο |
γενική | του | διάχυτου | της | διάχυτης | του | διάχυτου |
αιτιατική | τον | διάχυτο | τη | διάχυτη | το | διάχυτο |
κλητική | διάχυτε | διάχυτη | διάχυτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διάχυτοι | οι | διάχυτες | τα | διάχυτα |
γενική | των | διάχυτων | των | διάχυτων | των | διάχυτων |
αιτιατική | τους | διάχυτους | τις | διάχυτες | τα | διάχυτα |
κλητική | διάχυτοι | διάχυτες | διάχυτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάχυτος < μεσαιωνική ελληνική διάχυτος < αρχαία ελληνική διαχέω < διά + χέω
Επίθετο
επεξεργασίαδιάχυτος, -η, -ο
- που διαχέεται, που διασκορπίζεται
- διάχυτη μυρωδιά
- (μεταφορικά) που βρίσκεται σ’ όλους γενικά, που είναι φανερός
- διάχυτη χαρά
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- διάχυτο νεφέλωμα: (αστρονομία) το νεφέλωμα που έχει ακανόνιστο σχήμα και που αποτελείται από διάχυτα αέρια,
- διάχυτο φως: το φως που δεχόμαστε όχι από την ίδια τη φωτεινή πηγή, αλλά μετά από αντανάκλαση