Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δεινόσαυρος οι δεινόσαυροι
      γενική του δεινόσαυρου
δεινοσαύρου
των δεινόσαυρων
δεινοσαύρων
    αιτιατική τον δεινόσαυρο τους δεινόσαυρους
δεινοσαύρους
     κλητική δεινόσαυρε δεινόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ομοιώματα δεινοσαύρων σε θεματικό πάρκο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεινόσαυρος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) νεολατινική dinosaurus, λέξη δημιουργημένη από τον Ρίτσαρντ Όουεν το 1842 < αρχαία ελληνική δεινός + σαῦρος / σαύρα
(μαρτυρείται από το 1867)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈno.sa.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δει‐νό‐σαυ‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεινόσαυρος αρσενικό

  1. (παλαιοντολογία) χερσαία ερπετά τεράστιων διαστάσεων, που εξαφανίστηκαν πριν 65 εκατομμύρια χρόνια
  2. (μεταφορικά, ειρωνικό) πρόσωπο, συνήθως πολιτικό, που έχει απαρχαιωμένες αντιλήψεις αλλά κατέχει σημαντική θέση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία