αυτοφαγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοφαγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική autophagie < ελληνιστική κοινή αὐτοφάγος < αρχαία ελληνική αὐτός + ἔφαγον (μορφολογικά αναλύεται αυτο- + -φαγία)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fto.faˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐φα‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοφαγία θηλυκό
- (βιολογία, βιοχημεία) ο ανακυκλωτικός μηχανισμός του μεγαλύτερου ποσοστού της θρέψης βασισμένος στην πρωτεϊνική διάσπαση σε αμινοξέα
- (φυσιολογία, βιοχημεία) η ιδιότητα των κυττάρων ενός οργανισμού να καταναλώνουν, σε κατάσταση πείνας, θρεπτικά συστατικά που βρίσκονται στα ίδια τα κύτταρα
- ※ Για τους μηχανισμούς που έδειξαν πώς ο εγκέφαλος επιβιώνει σε συνθήκες ασιτίας ελέγχοντας τη διαδικασία της αυτοφαγίας τιμάται με διεθνή βράβευση ο έλληνας επιστήμονας Νεκτάριος Ταβερναράκης. (…) Σε συνθήκες πείνας, τα κύρια όργανα του σώματος ατροφούν, συρρικνώνονται. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν η ασιτία παρατείνεται, το μέγεθος του ήπατος μπορεί να υποδιπλασιαστεί. Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται τόσο στα άλλα εσωτερικά όργανα όσο και στο μυϊκό σύστημα. Το μοναδικό όργανο που δεν συρρικνώνεται αμέσως σε συνθήκες πείνας είναι ο εγκέφαλος. Θελήσαμε λοιπόν να διερευνήσουμε τους λόγους αυτής της διαφορετικής αντίδρασης του εγκεφάλου στην έλλειψη τροφής. (…) Ήταν λοιπόν μεγάλη έκπληξη για τους ερευνητές να διαπιστώσουν ότι σε συνθήκες ασιτίας ο εγκέφαλος διατηρούσε το μέγεθός του αναστέλλοντας την αυτοφαγία! (*)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αυτοφαγία στη Βικιπαίδεια