Δείτε επίσης: πρωτεϊκός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτεϊνικός η πρωτεϊνική το πρωτεϊνικό
      γενική του πρωτεϊνικού της πρωτεϊνικής του πρωτεϊνικού
    αιτιατική τον πρωτεϊνικό την πρωτεϊνική το πρωτεϊνικό
     κλητική πρωτεϊνικέ πρωτεϊνική πρωτεϊνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτεϊνικοί οι πρωτεϊνικές τα πρωτεϊνικά
      γενική των πρωτεϊνικών των πρωτεϊνικών των πρωτεϊνικών
    αιτιατική τους πρωτεϊνικούς τις πρωτεϊνικές τα πρωτεϊνικά
     κλητική πρωτεϊνικοί πρωτεϊνικές πρωτεϊνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτεϊνικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική proteinic[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική protéique[1] [2] < ελληνιστική κοινή πρωτεῖος < αρχαία ελληνική πρῶτος

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωτεϊνικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 πρωτεϊνικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πρωτεϊνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας