αντιβασιλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιβασιλικός < αντι- + βασιλικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antiroyaliste)
Επίθετο επεξεργασία
αντιβασιλικός, -ή, -ό
- που αντιτίθεται στο θεσμό της βασιλείας ή στον βασιλιά
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιβασιλικά
- → δείτε τις λέξεις αντί και βασιλιάς
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιβασιλικός