αντιδυναστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιδυναστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antidynastique < anti- + dynastique < αρχαία ελληνική δυναστικός < δυνάστης < δύναμαι
Επίθετο επεξεργασία
αντιδυναστικός, -ή, -ό
- που αντιτίθεται στη δυναστεία ή στον βασιλιά
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιδυναστικά
- → δείτε τις λέξεις αντί, δυναστικός, δυνάστης και δύναμη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιδυναστικός