↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιμοναρχικός η αντιμοναρχική το αντιμοναρχικό
      γενική του αντιμοναρχικού της αντιμοναρχικής του αντιμοναρχικού
    αιτιατική τον αντιμοναρχικό την αντιμοναρχική το αντιμοναρχικό
     κλητική αντιμοναρχικέ αντιμοναρχική αντιμοναρχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιμοναρχικοί οι αντιμοναρχικές τα αντιμοναρχικά
      γενική των αντιμοναρχικών των αντιμοναρχικών των αντιμοναρχικών
    αιτιατική τους αντιμοναρχικούς τις αντιμοναρχικές τα αντιμοναρχικά
     κλητική αντιμοναρχικοί αντιμοναρχικές αντιμοναρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιμοναρχικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική antimonarchique < αρχαία ελληνική μοναρχικός < μονάρχης < μόνος + ἄρχω

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιμοναρχικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιμοναρχικός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία