φιλοβασιλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλοβασιλικός < φίλος + βασιλιάς
Επίθετο επεξεργασία
φιλοβασιλικός
- ο οπαδός του πολιτεύματος της βασιλείας, βασιλόφρονας, βασιλικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλοβασιλικός
|
φιλοβασιλικός
|