βασιλόφρονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βασιλόφρων & βασιλόφρονας |
η | βασιλόφρων | το | βασιλόφρον |
γενική | του | βασιλόφρονος & βασιλόφρονα |
της | βασιλόφρονος | του | βασιλόφρονος |
αιτιατική | τον | βασιλόφρονα | τη | βασιλόφρονα | το | βασιλόφρον |
κλητική | βασιλόφρων & βασιλόφρονα |
βασιλόφρων | βασιλόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βασιλόφρονες | οι | βασιλόφρονες | τα | βασιλόφρονα |
γενική | των | βασιλοφρόνων | των | βασιλοφρόνων | των | βασιλοφρόνων |
αιτιατική | τους | βασιλόφρονες | τις | βασιλόφρονες | τα | βασιλόφρονα |
κλητική | βασιλόφρονες | βασιλόφρονες | βασιλόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βασιλόφρονας < βασιλόφρ(ων) + -ονας, από την αιτιατική σε -ονα
- και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου βασιλόφρονας και θηλυκό
Επίθετο
επεξεργασίαβασιλόφρονας, -ων, -ον
- μορφή του βασιλόφρων με νεότερες καταλήξεις
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | βασιλόφρονας | οι | βασιλόφρονες |
γενική | του του/της |
βασιλόφρονα βασιλόφρονος |
των | βασιλοφρόνων |
αιτιατική | τον/τη | βασιλόφρονα | τους/τις | βασιλόφρονες |
κλητική | βασιλόφρονα | βασιλόφρονες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
βασιλόφρονας αρσενικό ή θηλυκό
- μορφή του βασιλόφρων με νεότερες καταλήξεις
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βασιλόφρων
Αντώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βασιλόφρων
Μεταφράσεις
επεξεργασία βασιλόφρονας
→ δείτε τη λέξη βασιλόφρων |