ανθυψίφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.θiˈpsi.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θυ‐ψί‐φω‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαανθυψίφωνος, -η, -ο
- (μουσική, παρωχημένο) που σχετίζεται με (γυναικεία) φωνή ανάμεσα σε υψίφωνο και βαθύφωνο ή αναφέρεται σ' αυτή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθυψίφωνος θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθυψίφωνος
|
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .