Ετυμολογία

επεξεργασία
ανθυψίφωνος < ανθ- + υψίφωνος (υψί- + -φωνος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.θiˈpsi.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θυ‐ψί‐φω‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθυψίφωνος η ανθυψίφωνη το ανθυψίφωνο
      γενική του ανθυψίφωνου της ανθυψίφωνης του ανθυψίφωνου
    αιτιατική τον ανθυψίφωνο την ανθυψίφωνη το ανθυψίφωνο
     κλητική ανθυψίφωνε ανθυψίφωνη ανθυψίφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθυψίφωνοι οι ανθυψίφωνες τα ανθυψίφωνα
      γενική των ανθυψίφωνων των ανθυψίφωνων των ανθυψίφωνων
    αιτιατική τους ανθυψίφωνους τις ανθυψίφωνες τα ανθυψίφωνα
     κλητική ανθυψίφωνοι ανθυψίφωνες ανθυψίφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ανθυψίφωνος, -η, -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθυψίφωνος οι ανθυψίφωνοι
      γενική της ανθυψιφώνου των ανθυψιφώνων
    αιτιατική την ανθυψίφωνο τις ανθυψιφώνους
     κλητική ανθυψίφωνε ανθυψίφωνοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ανθυψίφωνος θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .