Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλιβάνιστος η αλιβάνιστη το αλιβάνιστο
      γενική του αλιβάνιστου της αλιβάνιστης του αλιβάνιστου
    αιτιατική τον αλιβάνιστο την αλιβάνιστη το αλιβάνιστο
     κλητική αλιβάνιστε αλιβάνιστη αλιβάνιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλιβάνιστοι οι αλιβάνιστες τα αλιβάνιστα
      γενική των αλιβάνιστων των αλιβάνιστων των αλιβάνιστων
    αιτιατική τους αλιβάνιστους τις αλιβάνιστες τα αλιβάνιστα
     κλητική αλιβάνιστοι αλιβάνιστες αλιβάνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλιβάνιστος < α- (στερητικό) + λιβανίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αλιβάνιστος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που δεν τον έχουν λιβανίσει με λιβάνι, που δεν τον έχουν θυμιάσει
     συνώνυμα: αθυμιάτιστος, αθύμιαστος
     αντώνυμα: θυμιατισμένος, λιβανισμένος
  2. (κατ’ επέκταση) που δεν (έχει) πάει στην εκκλησία να λειτουργηθεί
     συνώνυμα: αλειτούργητος
  3. (μεταφορικά) που δεν τον έχουν κολακεύσει
     συνώνυμα: ακολάκευτος
     αντώνυμα: κολακευμένος, λιβανισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία