Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κολακευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κολακευμέν
ος
η
κολακευμέν
η
το
κολακευμέν
ο
γενική
του
κολακευμέν
ου
της
κολακευμέν
ης
του
κολακευμέν
ου
αιτιατική
τον
κολακευμέν
ο
την
κολακευμέν
η
το
κολακευμέν
ο
κλητική
κολακευμέν
ε
κολακευμέν
η
κολακευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κολακευμέν
οι
οι
κολακευμέν
ες
τα
κολακευμέν
α
γενική
των
κολακευμέν
ων
των
κολακευμέν
ων
των
κολακευμέν
ων
αιτιατική
τους
κολακευμέν
ους
τις
κολακευμέν
ες
τα
κολακευμέν
α
κλητική
κολακευμέν
οι
κολακευμέν
ες
κολακευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κολακευμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κολακεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κολακευμένος
γαλλικά
:
flatté
(fr)