Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χαλκηδόνα οι Χαλκηδόνες
      γενική της Χαλκηδόνας των Χαλκηδόνων
    αιτιατική τη Χαλκηδόνα τις Χαλκηδόνες
     κλητική Χαλκηδόνα Χαλκηδόνες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χαλκηδόνα < αρχαία ελληνική Χαλκηδών[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xal.ciˈðo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χαλ‐κη‐δό‐να

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χαλκηδόνα θηλυκό

  1. αρχαία πόλη στη σημερινή Τουρκία
  2. οικισμός στη Θεσσαλονίκη

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)