↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλκηδονιακός η χαλκηδονιακή το χαλκηδονιακό
      γενική του χαλκηδονιακού της χαλκηδονιακής του χαλκηδονιακού
    αιτιατική τον χαλκηδονιακό τη χαλκηδονιακή το χαλκηδονιακό
     κλητική χαλκηδονιακέ χαλκηδονιακή χαλκηδονιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλκηδονιακοί οι χαλκηδονιακές τα χαλκηδονιακά
      γενική των χαλκηδονιακών των χαλκηδονιακών των χαλκηδονιακών
    αιτιατική τους χαλκηδονιακούς τις χαλκηδονιακές τα χαλκηδονιακά
     κλητική χαλκηδονιακοί χαλκηδονιακές χαλκηδονιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλκηδονιακός < Χαλκηδόν(ιος) + -ιακός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xal.ci.ðo.ni.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλ‐κη‐δο‐νι‐α‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

χαλκηδονιακός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία