χαλκηδονιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαλκηδονιακός < Χαλκηδόν(ιος) + -ιακός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xal.ci.ðo.ni.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαλ‐κη‐δο‐νι‐α‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαχαλκηδονιακός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τη Χαλκηδόνα ή τους κατοίκους της
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαλκηδονιακός
|