Δείτε επίσης: χαλκηδόνιος
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Χαλκηδόνιος Χαλκηδονί τὸ Χαλκηδόνιον
      γενική τοῦ Χαλκηδονίου τῆς Χαλκηδονίᾱς τοῦ Χαλκηδονίου
      δοτική τῷ Χαλκηδονί τῇ Χαλκηδονί τῷ Χαλκηδονί
    αιτιατική τὸν Χαλκηδόνιον τὴν Χαλκηδονίᾱν τὸ Χαλκηδόνιον
     κλητική ! Χαλκηδόνιε Χαλκηδονί Χαλκηδόνιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Χαλκηδόνιοι αἱ Χαλκηδόνιαι τὰ Χαλκηδόνι
      γενική τῶν Χαλκηδονίων τῶν Χαλκηδονίων τῶν Χαλκηδονίων
      δοτική τοῖς Χαλκηδονίοις ταῖς Χαλκηδονίαις τοῖς Χαλκηδονίοις
    αιτιατική τοὺς Χαλκηδονίους τὰς Χαλκηδονίᾱς τὰ Χαλκηδόνι
     κλητική ! Χαλκηδόνιοι Χαλκηδόνιαι Χαλκηδόνι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Χαλκηδονίω τὼ Χαλκηδονί τὼ Χαλκηδονίω
      γεν-δοτ τοῖν Χαλκηδονίοιν τοῖν Χαλκηδονίαιν τοῖν Χαλκηδονίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
Χαλκηδόνιος < Χαλκηδών, Χαλκηδον- + -ιος

Χαλκηδόνιος, -α, -ον