Χαλκηδόνιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χαλκηδόνιος | οι | Χαλκηδόνιοι |
γενική | του | Χαλκηδόνιου & Χαλκηδονίου |
των | Χαλκηδόνιων & Χαλκηδονίων |
αιτιατική | τον | Χαλκηδόνιο | τους | Χαλκηδόνιους & Χαλκηδονίους |
κλητική | Χαλκηδόνιε | Χαλκηδόνιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Χαλκηδόνιος < Χαλκηδόν(α) + -ιος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xal.ciˈðo.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χαλ‐κη‐δό‐νι‐ος
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Χαλκηδόνιος αρσενικό (θηλυκό Χαλκηδόνια)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τη Χαλκηδόνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Χαλκηδόνιος, -α, -ον
- (πατριδωνυμικό) που σχετίζεται ή είναι κάτοικος της Χαλκηδόνος
Πηγές
επεξεργασία
- Χαλκηδόνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.