Δείτε επίσης: τυφῶν, Τυφών
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Τῡφαων- Συγκρίνετε με το Τῠφωεύς.
ονομαστική Τυφῶν οἱ Τυφῶνες
      γενική τοῦ Τυφῶνος τῶν Τυφώνων
      δοτική τῷ Τυφῶν τοῖς Τυφῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Τυφῶν τοὺς Τυφῶνᾰς
     κλητική ! Τυφῶν Τυφῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Τυφῶνε
γεν-δοτ τοῖν  Τυφώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'Τυφῶν' όπως «Τυφῶν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ο Τυφῶν δέχεται επίθεση από τον Δία.
Κρατική αρχαιολογική συλλογή Μονάχου, υδρία, περίπου 450 πκε.

Ετυμολογία

επεξεργασία
Τυφῶν < Τυφάων < δάνειο από προελληνική γλώσσα ή από γλώσσα της Μικράς Ασίας.

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.