Τυφῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Τῡφαων- Συγκρίνετε με το Τῠφωεύς. | |||||
ονομαστική | ὁ | Τυφῶν | οἱ | Τυφῶνες | |
γενική | τοῦ | Τυφῶνος | τῶν | Τυφώνων | |
δοτική | τῷ | Τυφῶνῐ | τοῖς | Τυφῶσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | Τυφῶνᾰ | τοὺς | Τυφῶνᾰς | |
κλητική ὦ! | Τυφῶν | Τυφῶνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Τυφῶνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Τυφώνοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'Τυφῶν' όπως «Τυφῶν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Κρατική αρχαιολογική συλλογή Μονάχου, υδρία, περίπου 450 πκε.
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Τυφῶν < Τυφάων < δάνειο από προελληνική γλώσσα ή από γλώσσα της Μικράς Ασίας.
- Παρετυμολογία η σύνδεση με το τύφω (με μακρό ύψιλον ῡ σε αντίθεση με τον αρχαϊκό Τῠφωέα) και την οικογένεια για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰewh₂- (καπνίζω, βγάζω καπνό) [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Τυφῶν, -ῶνος (Τῡφῶν)
- (θεωνύμιο, ελληνική μυθολογία) ο Τυφώνας, γιος της Γαίας και του Τάρταρου, πατέρας των ανέμων
- (μεταφορικά) η προσωποποίηση του τύφου, της έπαρσης, της κενότητας της ματαιοδοξίας
- (μετεωρολογία) → δείτε τη λέξη τυφῶν
- (αστρονομία) κάποιος κομήτης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαοι δισύλλαβοι τύποι, με μακρό ῡ. Οι τρισύλλαβοι τύποι με βραχύ ῠ.
- επικός τύπος : Τῠφάων (ασυναίρετος) & Τυφαόνιος
- Tῡφώς
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Τυφών στη Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- Τυφῶν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Τυφῶν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.