Δείτε επίσης: τύφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τῦφος οἱ τῦφοι
      γενική τοῦ τύφου τῶν τύφων
      δοτική τῷ τύφ τοῖς τύφοις
    αιτιατική τὸν τῦφον τοὺς τύφους
     κλητική ! τῦφε τῦφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τύφω
γεν-δοτ τοῖν  τύφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τῦφος < τύφω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τῦφος, -ου αρσενικό

  1. (αρχική σημασία) καπνός, ατμός
  2. (ιατρική) ονομασία εμπύρετων καταστάσεων που συνοδεύονταν από λήθαργο ή απώλεια των αισθήσεων
  3. ανοησία, αφροσύνη
  4. αλαζονεία, κομπορρημοσύνη, ματαιοφροσύνη

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Απόγονοι

επεξεργασία

τῦφος (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: τύφος
λατινικά: typhus
αγγλικά: typhus