Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τύφω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τύφω
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*
dʰewh₂
- (
καπνίζω
,
βγάζω
καπνό
)
Ρήμα
επεξεργασία
τύφω
(τῡ́φω)
καπνίζω
,
βγάζω
καπνό
γεμίζω
κάτι
με
καπνό