τυφῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τυφῶν | οἱ | τυφῶνες |
γενική | τοῦ | τυφῶνος | τῶν | τυφώνων |
δοτική | τῷ | τυφῶνῐ | τοῖς | τυφῶσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | τυφῶνᾰ | τοὺς | τυφῶνᾰς |
κλητική ὦ! | τυφῶν | τυφῶνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τυφῶνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τυφώνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'Τυφῶν' όπως «Τυφῶν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τυφῶν: → δείτε τη λέξη Τυφῶν
Ουσιαστικό
επεξεργασίατυφῶν αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- τυφῶν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.