Δείτε επίσης: κωμήτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομήτης οι κομήτες
      γενική του κομήτη των κομητών
    αιτιατική τον κομήτη τους κομήτες
     κλητική κομήτη κομήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κομήτης < (αρχαία ελληνική) κομήτης ἀστήρ (: αστέρι με μακριά μαλλιά) < κομάω-ῶ (: έχω μακριά μαλλιά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομήτης αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κομήτης οἱ κομῆται
      γενική τοῦ κομήτου τῶν κομητῶν
      δοτική τῷ κομήτ τοῖς κομήταις
    αιτιατική τὸν κομήτην τοὺς κομήτᾱς
     κλητική ! κομῆτ κομῆται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κομήτ
γεν-δοτ τοῖν  κομήταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κομήτης < κομάω < κόμη + -της. Ήδη μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο (μυκηναϊκή ? (ko-ma-ta)). Αρχικά σήμαινε: «μακρυμάλλης» και αργότερα συνδέθηκε με τους κομήτες (κομήτης ἀστήρ) λόγω της ομοιότητας στην εμφάνιση.[1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

κομήτης, -ου (μόνο αρσενικό γένος) (θηλυκό κομῆτις)

  1. που έχει μακριά μαλλιά, μακρυμάλλης
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 19.3
    τότε δὴ ταῦτα τοὺς Μιλησίους κατελάμβανε, ὅτε γε ἄνδρες μὲν οἱ πλεῦνες ἐκτείνοντο ὑπὸ τῶν Περσέων ἐόντων κομητέων, γυναῖκες δὲ καὶ τέκνα ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ἐγίνοντο, ἱρὸν δὲ τὸ ἐν Διδύμοισι, ὁ νηός τε καὶ τὸ χρηστήριον, συληθέντα ἐνεπίμπρατο.
    Αυτές λοιπόν οι συμφορές έπεσαν τότε στους Μιλησίους, αφού οι περισσότεροι άντρες θανατώνονταν από τους Πέρσες που είναι μακρυμάλληδες, κι οι γυναίκες και τα παιδιά τους πουλήθηκαν κι έγιναν σκλάβοι, και το λατρευτικό κέντρο στα Δίδυμα, ο ναός και το μαντείο, συλήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 348 (348-350)
    [ΣΩ.] γίγνονται πάνθ᾽ ὅ τι βούλονται· κᾆτ᾽ ἢν μὲν ἴδωσι κομήτην | ἄγριόν τινα τῶν λασίων τούτων, οἷόνπερ τὸν Ξενοφάντου, | σκώπτουσαι τὴν μανίαν αὐτοῦ κενταύροις ᾔκασαν αὑτάς.
    [ΣΩΚ.] Ό,τι θέλουνε γίνονται, ξέρε το, αυτές· έτσι κάποιον αν δουν μακρομάλλη, | σαν τους άγριους αυτούς τους πολύ μαλλιαρούς, σαν το γιο του Ξενόφαντου, ας πούμε, | τη μανία κοροϊδεύουν αυτού του τρελού κι έτσι παίρνουν το σχήμα κενταύρου.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
     αντώνυμα: φαλακρός
  2. (για βέλος) που έχει φτερά, φτερωτός
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 567 (566-568)
    χὡ Ζηνὸς εὐθὺς παῖς ἐπιστρέψας χεροῖν | ἧκεν κομήτην ἰόν· ἐς δὲ πλεύμονας | στέρνων διερροίζησεν.
    κι ευτύς του Δία ο γιος γυρνά και στέλλει | φτερωτό βέλος, που σφυρίζοντας | τον περνά ως τα πλεμόνια.
    Μετάφραση χ.χ.: Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  3. (για λιβάδι) πράσινος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομήτης, -ου αρσενικό

  • (αστρονομία, για διάττοντα αστέρα) κομήτης
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά 1.8, p.19 @scaife.perseus
    τότε γὰρ οὗτοι φαίνονται κομῆται διὰ τὸ παρακολουθεῖν αὐτῶν τῇ φορᾷ ὥσπερ τῷ ἡλίῳ τὴν τοιαύτην σύγκρισιν, ἀφ’ ἧς διὰ τὴν ἀνάκλασιν τὴν ἅλω φαίνεσθαί φαμεν, ὅταν οὕτω τύχῃ κεκραμένος ὁ ἀήρ.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά 1.6 @scaife.perseus
    Περὶ δὲ τῶν κομητῶν καὶ τοῦ καλουμένου γάλακτος λέγωμεν, διαπορήσαντες πρὸς τὰ παρὰ τῶν ἄλλων εἰρημένα πρῶτον. Ἀναξαγόρας μὲν οὖν καὶ Δημόκριτός φασιν εἶναι τοὺς κομήτας σύμφασιν τῶν πλανήτων ἀστέρων, ὅταν διὰ τὸ

πλησίον ἐλθεῖν δόξωσι θιγγάνειν ἀλλήλων.

Απόγονοι

επεξεργασία

κομήτης (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: κομήτης
λατινικά: cometes
αγγλικά: comet
γερμανικά: Komet
γαλλικά: comète
πολωνικά: kometa
αλβανικά: kometë
φινλανδικά: komeetta
ρωσικά: коме́та
ουκρανικά: коме́та
ισπανικά: cometa
ιταλικά: cometa

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.