κομήτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κομήτης | οι | κομήτες |
γενική | του | κομήτη | των | κομητών |
αιτιατική | τον | κομήτη | τους | κομήτες |
κλητική | κομήτη | κομήτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομήτης < (αρχαία ελληνική) κομήτης ἀστήρ (: αστέρι με μακριά μαλλιά) < κομάω-ῶ (: έχω μακριά μαλλιά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομήτης αρσενικό
- (αστρονομία) ουράνιο σώμα με μικρή πυκνότητα και μάζα που κινείται στις παρυφές του ηλιακού μας συστήματος σε παραβολικές ή ελλειπτικές τροχιές
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κομήτης
|
Πηγές
επεξεργασία- κομήτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κομήτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κομήτης | οἱ | κομῆται |
γενική | τοῦ | κομήτου | τῶν | κομητῶν |
δοτική | τῷ | κομήτῃ | τοῖς | κομήταις |
αιτιατική | τὸν | κομήτην | τοὺς | κομήτᾱς |
κλητική ὦ! | κομῆτᾰ | κομῆται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κομήτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κομήταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομήτης < κομάω < κόμη + -της. Ήδη μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο (μυκηναϊκή ? (ko-ma-ta)). Αρχικά σήμαινε: «μακρυμάλλης» και αργότερα συνδέθηκε με τους κομήτες (κομήτης ἀστήρ) λόγω της ομοιότητας στην εμφάνιση.[1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίακομήτης, -ου (μόνο αρσενικό γένος) (θηλυκό κομῆτις)
- που έχει μακριά μαλλιά, μακρυμάλλης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 19.3
- τότε δὴ ταῦτα τοὺς Μιλησίους κατελάμβανε, ὅτε γε ἄνδρες μὲν οἱ πλεῦνες ἐκτείνοντο ὑπὸ τῶν Περσέων ἐόντων κομητέων, γυναῖκες δὲ καὶ τέκνα ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ἐγίνοντο, ἱρὸν δὲ τὸ ἐν Διδύμοισι, ὁ νηός τε καὶ τὸ χρηστήριον, συληθέντα ἐνεπίμπρατο.
- Αυτές λοιπόν οι συμφορές έπεσαν τότε στους Μιλησίους, αφού οι περισσότεροι άντρες θανατώνονταν από τους Πέρσες που είναι μακρυμάλληδες, κι οι γυναίκες και τα παιδιά τους πουλήθηκαν κι έγιναν σκλάβοι, και το λατρευτικό κέντρο στα Δίδυμα, ο ναός και το μαντείο, συλήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τότε δὴ ταῦτα τοὺς Μιλησίους κατελάμβανε, ὅτε γε ἄνδρες μὲν οἱ πλεῦνες ἐκτείνοντο ὑπὸ τῶν Περσέων ἐόντων κομητέων, γυναῖκες δὲ καὶ τέκνα ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ἐγίνοντο, ἱρὸν δὲ τὸ ἐν Διδύμοισι, ὁ νηός τε καὶ τὸ χρηστήριον, συληθέντα ἐνεπίμπρατο.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 348 (348-350)
- [ΣΩ.] γίγνονται πάνθ᾽ ὅ τι βούλονται· κᾆτ᾽ ἢν μὲν ἴδωσι κομήτην | ἄγριόν τινα τῶν λασίων τούτων, οἷόνπερ τὸν Ξενοφάντου, | σκώπτουσαι τὴν μανίαν αὐτοῦ κενταύροις ᾔκασαν αὑτάς.
- [ΣΩΚ.] Ό,τι θέλουνε γίνονται, ξέρε το, αυτές· έτσι κάποιον αν δουν μακρομάλλη, | σαν τους άγριους αυτούς τους πολύ μαλλιαρούς, σαν το γιο του Ξενόφαντου, ας πούμε, | τη μανία κοροϊδεύουν αυτού του τρελού κι έτσι παίρνουν το σχήμα κενταύρου.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΣΩ.] γίγνονται πάνθ᾽ ὅ τι βούλονται· κᾆτ᾽ ἢν μὲν ἴδωσι κομήτην | ἄγριόν τινα τῶν λασίων τούτων, οἷόνπερ τὸν Ξενοφάντου, | σκώπτουσαι τὴν μανίαν αὐτοῦ κενταύροις ᾔκασαν αὑτάς.
- ≠ αντώνυμα: φαλακρός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 19.3
- (για βέλος) που έχει φτερά, φτερωτός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 567 (566-568)
- χὡ Ζηνὸς εὐθὺς παῖς ἐπιστρέψας χεροῖν | ἧκεν κομήτην ἰόν· ἐς δὲ πλεύμονας | στέρνων διερροίζησεν.
- κι ευτύς του Δία ο γιος γυρνά και στέλλει | φτερωτό βέλος, που σφυρίζοντας | τον περνά ως τα πλεμόνια.
- Μετάφραση χ.χ.: Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 567 (566-568)
- (για λιβάδι) πράσινος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομήτης, -ου αρσενικό
- (αστρονομία, για διάττοντα αστέρα) κομήτης
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά 1.8, p.19 @scaife.perseus
- τότε γὰρ οὗτοι φαίνονται κομῆται διὰ τὸ παρακολουθεῖν αὐτῶν τῇ φορᾷ ὥσπερ τῷ ἡλίῳ τὴν τοιαύτην σύγκρισιν, ἀφ’ ἧς διὰ τὴν ἀνάκλασιν τὴν ἅλω φαίνεσθαί φαμεν, ὅταν οὕτω τύχῃ κεκραμένος ὁ ἀήρ.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά 1.6 @scaife.perseus
- Περὶ δὲ τῶν κομητῶν καὶ τοῦ καλουμένου γάλακτος λέγωμεν, διαπορήσαντες πρὸς τὰ παρὰ τῶν ἄλλων εἰρημένα πρῶτον. Ἀναξαγόρας μὲν οὖν καὶ Δημόκριτός φασιν εἶναι τοὺς κομήτας σύμφασιν τῶν πλανήτων ἀστέρων, ὅταν διὰ τὸ
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά 1.8, p.19 @scaife.perseus
πλησίον ἐλθεῖν δόξωσι θιγγάνειν ἀλλήλων.
Απόγονοι
επεξεργασίακομήτης (αρχαία ελληνικά)
- ⇘ νέα ελληνικά: κομήτης
- ↷ λατινικά: cometes
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- κομήτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κομήτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.