ενικός         πληθυντικός  
comète comètes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
comète < λατινική cometa < αρχαία ελληνική κομήτης

  Προφορά

επεξεργασία
 
ΔΦΑ : /kɔmɛt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

comète (fr) θηλυκό

  1. ο κομήτης
  2. (εραλδική) άστρο με οχτώ ακτίνες και κυματιστή ουρά