comète
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
comète | comètes |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- comète < λατινική cometa < αρχαία ελληνική κομήτης
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
comète (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
comète | comètes |
comète (fr) θηλυκό