Πολίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐λί‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πολίτης | οι | Πολίτες |
γενική | του | Πολίτη | των | Πολιτών |
αιτιατική | τον | Πολίτη | τους | Πολίτες |
κλητική | Πολίτη | Πολίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Πολίτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Πολίτης < (ελληνιστική κοινή) Πόλ(ις) (Κωνσταντινούπολις) + -ίτης[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολίτης αρσενικό (θηλυκό Πολίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) συνώνυμο του Κωνσταντινουπολίτης, ομογενής που γεννήθηκε στην Πόλη, την Κωνσταντινούπολη
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πολίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πολίτης | οι | Πολίτηδες |
γενική | του | Πολίτη* | των | Πολίτηδων |
αιτιατική | τον | Πολίτη | τους | Πολίτηδες |
κλητική | Πολίτη | Πολίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Πολίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πολίτης < πατριδωνυμικό Πολίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολίτης αρσενικό (θηλυκό Πολίτη ή Πολίτου)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Πολίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Πολῑτα- | |||||
ονομαστική | ὁ | Πολίτης | οἱ | Πολῖται | |
γενική | τοῦ | Πολίτου | τῶν | Πολιτῶν | |
δοτική | τῷ | Πολίτῃ | τοῖς | Πολίταις | |
αιτιατική | τὸν | Πολίτην | τοὺς | Πολίτᾱς | |
κλητική ὦ! | Πολῖτᾰ | Πολῖται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πολίτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Πολίταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πολίτης < πολίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολίτης αρσενικό [ ῑ ]
- ανδρικό όνομα
- (ελληνική μυθολογία) γιος του Πριάμου
- (ελληνική μυθολογία) σύντροφος του Οδυσσέα
Πηγές
επεξεργασία- Πολίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.