Δείτε επίσης: πολίτης

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πολίτης αρσενικό (θηλυκό Πολίτισσα)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Πολῑτα-
ονομαστική Πολίτης οἱ Πολῖται
      γενική τοῦ Πολίτου τῶν Πολιτῶν
      δοτική τῷ Πολίτ τοῖς Πολίταις
    αιτιατική τὸν Πολίτην τοὺς Πολίτᾱς
     κλητική ! Πολῖτ Πολῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πολίτ
γεν-δοτ τοῖν  Πολίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Πολίτης < πολίτης

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πολίτης αρσενικό []