Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πολίτη < θηλυκό του Πολίτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πολίτη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (άκλιτο) γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Πολίτης
    άλλες μορφές: Πολίτου

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Πολίτη αρσενικό