Σταμπουλής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σταμπουλής < τόπος Σταμπούλ (< τουρκική İstanbul) + -ής· κυριολεκτικά: Κωνσταντινουπολίτης, Πολίτης[1]
- Συγγενή επώνυμα: αγγλικά Istanbouli, αραβικά اسطنبولي, αρμενικά Իստամբուլյան (Istambulyan), βουλγαρικά Стамболийски (Stambolijski), γεωργιανά სტამბოლიანი (sṭamboliani), ιταλικά Istanboulli, τουρκικά İstanbullu
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σταμπουλής αρσενικό (θηλυκό Σταμπουλή)
Συγγενικά επεξεργασία
- Σταμπολής
- Σταμπόλης
- Σταμπούλης (σπάνιο ή παρατονισμός)
- Σταμπουλός
- Σταμπουλού (σπάνιο)
- Σταμπολίδης
- Σταμπουλίδης
- Σταμπούλογλου
- Σταμπουλόπουλος