Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

İstanbullu < İstanbul + -lu

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /istɑnbuɫˈɫu/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

İstanbullu (tr)

  1. (πατριδωνυμικό) ο Κωνσταντινουπολίτης, η Κωνσταντινουπολίτισσα
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

Κλίση επεξεργασία