Ετυμολογία

επεξεργασία
İstanbullu < İstanbul + -lu

Κύριο όνομα

επεξεργασία

İstanbullu (tr)

  1. (πατριδωνυμικό) ο Κωνσταντινουπολίτης, η Κωνσταντινουπολίτισσα
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)