Λεόντιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Λεόντιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Λεόντιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /leˈon.di.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λε‐ό‐ντι‐ος
- ομόηχο: λεόντειος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛεόντιος αρσενικό
- (παρωχημένο) ανδρικό όνομα
- ⮡ «Λεόντιος και Λένα» (γερμανικά: Leonce und Lena) είναι ο τίτλος θεατρικού έργου του γερμανού Γκέοργκ Μπύχνερ (Georg Büchner). Ανέβηκε το 1836, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 23 ετών.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Λεόντιος
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λεόντιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Λεόντιος < λεόντιος, ποιητικός τύπος του λεόντειος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛεόντιος αρσενικό
- ανδρικό όνομα, όπως ο ⌘ κύπριος συγγραφέας του 14ου αιώνα Λεόντιος Μαχαιράς
Συγγενικά
επεξεργασία- Λεοντώ
- Λεοντόστηθος, Λεοντόπαρδος (επώνυμα)
→ και δείτε τη λέξη λέων
Πηγές
επεξεργασία- Λεόντιος - ⌘PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] (1261-1453) στα γερμανικά. Επιμ. ⌘ Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Λεόντιος | οἱ | Λεόντιοι |
γενική | τοῦ | Λεοντίου | τῶν | Λεοντίων |
δοτική | τῷ | Λεοντίῳ | τοῖς | Λεοντίοις |
αιτιατική | τὸν | Λεόντιον | τοὺς | Λεοντίους |
κλητική ὦ! | Λεόντιε | Λεόντιοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λεοντίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Λεοντίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΛεόντιος, -ου αρσενικό (θηλυκό Λεοντίς & Λεόντιον)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις λεόντειος και λέων
Πηγές
επεξεργασία- Λεόντιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.