Λεόντειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λεόντειος | οι | Λεόντειοι |
γενική | της | Λεοντείου | των | Λεοντείων |
αιτιατική | τη | Λεόντειο | τις | Λεοντείους |
κλητική | Λεόντειε | Λεόντειοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λεόντειος < από το όνομα του Πάπα Λέοντος ΙΓ΄, Λέων (Λέοντος) + -ειος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /leˈon.di.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λε‐ό‐ντει‐ος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛεόντειος θηλυκό
- (επωνυμία) ονομασία ελληνογαλλικής σχολής στην Αθήνα
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη Λέων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΛεόντειος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Λεόντειος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven