γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κυθήριος Κυθηρί τὸ Κυθήριον
      γενική τοῦ Κυθηρίου τῆς Κυθηρίᾱς τοῦ Κυθηρίου
      δοτική τῷ Κυθηρί τῇ Κυθηρί τῷ Κυθηρί
    αιτιατική τὸν Κυθήριον τὴν Κυθηρίᾱν τὸ Κυθήριον
     κλητική ! Κυθήριε Κυθηρί Κυθήριον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Κυθήριοι αἱ Κυθήριαι τὰ Κυθήρι
      γενική τῶν Κυθηρίων τῶν Κυθηρίων τῶν Κυθηρίων
      δοτική τοῖς Κυθηρίοις ταῖς Κυθηρίαις τοῖς Κυθηρίοις
    αιτιατική τοὺς Κυθηρίους τὰς Κυθηρίᾱς τὰ Κυθήρι
     κλητική ! Κυθήριοι Κυθήριαι Κυθήρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Κυθηρίω τὼ Κυθηρί τὼ Κυθηρίω
      γεν-δοτ τοῖν Κυθηρίοιν τοῖν Κυθηρίαιν τοῖν Κυθηρίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
Κυθήριος < Κύθηρ(α) + -ιος

Κυθήριος, -α, -ον

  1. (πατριδωνυμικό) που αναφέρεται ή σχετίζεται με τα Κύθηρα
  2. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε  οἱ Κυθήριοι

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κυθήριος αρσενικό

Αναφορές

επεξεργασία