Τσιριγώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡si.ɾiˈɣo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσι‐ρι‐γώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΤσιριγώτης αρσενικό (θηλυκό Τσιριγώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τα Κύθηρα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- τσιριγώτικος
- → και δείτε τις λέξεις Τσιρίγο και Κύθηρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Τσιριγώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τσιριγώτης | οι | Τσιριγώτηδες |
γενική | του | Τσιριγώτη* | των | Τσιριγώτηδων |
αιτιατική | τον | Τσιριγώτη | τους | Τσιριγώτηδες |
κλητική | Τσιριγώτη | Τσιριγώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Τσιριγώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Τσιριγώτης < πατριδωνυμικό Τσιριγώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσιριγώτης αρσενικό (θηλυκό Τσιριγώτη ή Τσιριγώτου)