Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Τσιρίγο
      γενική του Τσιρίγου
    αιτιατική το Τσιρίγο
     κλητική Τσιρίγο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τσιρίγο (αντιδάνειο)[1] < Τσερίγο < (άμεσο δάνειο) ιταλική Cerigo < λατινική Cedrigum < Cethericum < Cythericum < αρχαία ελληνική Κυθηρία < Κύθηρα [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡siˈɾi.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσι‐ρί‐γο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τσιρίγο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Τσιρίγο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Τσερίγο - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)