Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κυθηρία οι Κυθηρίες
      γενική της Κυθηρίας των Κυθηριών
    αιτιατική την Κυθηρία τις Κυθηρίες
     κλητική Κυθηρία Κυθηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κυθηρία < αρχαία ελληνική Κυθηρία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.θiˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κυ‐θη‐ρί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κυθηρία θηλυκό

Ταυτόσημο επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κυθήριος



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κυθηρί αἱ Κυθηρίαι
      γενική τῆς Κυθηρίᾱς τῶν Κυθηριῶν
      δοτική τῇ Κυθηρί ταῖς Κυθηρίαις
    αιτιατική τὴν Κυθηρίᾱν τὰς Κυθηρίᾱς
     κλητική ! Κυθηρί Κυθηρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κυθηρί
γεν-δοτ τοῖν  Κυθηρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κυθηρία < Κυθήρι(ος) +
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε την ενότητα Κύθηρα#Απόγονοι για το Τσιρίγο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κυθηρία θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κυθήριος
  2. γυναικείο όνομα

  Πηγές επεξεργασία