Κυθηρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κυθηρία | οι | Κυθηρίες |
γενική | της | Κυθηρίας | των | Κυθηριών |
αιτιατική | την | Κυθηρία | τις | Κυθηρίες |
κλητική | Κυθηρία | Κυθηρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κυθηρία < αρχαία ελληνική Κυθηρία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.θiˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐θη‐ρί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυθηρία θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κυθήριος
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κυθήριος
Κυθηρία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Κυθηρίᾱ | αἱ | Κυθηρίαι |
γενική | τῆς | Κυθηρίᾱς | τῶν | Κυθηριῶν |
δοτική | τῇ | Κυθηρίᾳ | ταῖς | Κυθηρίαις |
αιτιατική | τὴν | Κυθηρίᾱν | τὰς | Κυθηρίᾱς |
κλητική ὦ! | Κυθηρίᾱ | Κυθηρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κυθηρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Κυθηρίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κυθηρία < Κυθήρι(ος) + -α
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε την ενότητα Κύθηρα#Απόγονοι για το Τσιρίγο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυθηρία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Κύθηρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κυθήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 1997 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.A: The Peloponnese. Western Greece. Sicily. Magna Graecia, Oxford: Oxford University Press