Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Τσιριγότο τα Τσιριγότα
      γενική του Τσιριγότου των Τσιριγότων
    αιτιατική το Τσιριγότο τα Τσιριγότα
     κλητική Τσιριγότο Τσιριγότα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τσιριγότο < (άμεσο δάνειο) βενετική Cerigotto

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡si.ɾiˈɣo.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσι‐ρι‐γό‐το

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τσιριγότο ουδέτερο

  • (νησί) πρώην ονομασία των Αντικυθήρων
    ※  Νησί ανάμεσα στα Κύθηρα (Τσιρίγο) και την Κρήτη, τα Αντικύθηρα, γνωστά και με την ονομασία Τσιριγότο, βρέχονται από το Ιόνιο και το Κρητικό πέλαγος. (Αντί για Τσιρίγο… Τσιριγότο!, in.gr, 4 Φεβρουαρίου 2013)

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία