Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσιριγώτικος η τσιριγώτικη το τσιριγώτικο
      γενική του τσιριγώτικου της τσιριγώτικης του τσιριγώτικου
    αιτιατική τον τσιριγώτικο την τσιριγώτικη το τσιριγώτικο
     κλητική τσιριγώτικε τσιριγώτικη τσιριγώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσιριγώτικοι οι τσιριγώτικες τα τσιριγώτικα
      γενική των τσιριγώτικων των τσιριγώτικων των τσιριγώτικων
    αιτιατική τους τσιριγώτικους τις τσιριγώτικες τα τσιριγώτικα
     κλητική τσιριγώτικοι τσιριγώτικες τσιριγώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιριγώτικος < Τσιριγώτ(ης) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡si.ɾiˈɣo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐ρι‐γώ‐τι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

τσιριγώτικος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία